3,277,649
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί [[πνοή]], εμπνευσμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἐπίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί [[πνοή]], εμπνευσμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίπνοος:''' стяж. [[ἐπίπνους]] 2 навеянный, вдохновленный (ἐκ τοῦ θεοῦ Plat., Plut.): ἐκ τοῦ ἔρωτος ἐ. Plat. движимый любовью. | |||
}} | }} |