Anonymous

ἐπίπνοος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί [[πνοή]], εμπνευσμένος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός στον οποίο έχει δοθεί [[πνοή]], εμπνευσμένος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίπνοος:''' стяж. [[ἐπίπνους]] 2 навеянный, вдохновленный (ἐκ τοῦ θεοῦ Plat., Plut.): ἐκ τοῦ ἔρωτος ἐ. Plat. движимый любовью.
}}
}}