Anonymous

ἐπισιτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισῑτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., εφοδιάζομαι με τρόφιμα ή ζωοτροφές, [[ξηρά]] [[τροφή]] για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ἐπ. [[ἄριστον]], [[προγευματίζω]], στον ίδ.· ἐπισ. [[ἀργύριον]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[εφοδιάζω]] με προμήθειες, [[τροφοδοτώ]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπισῑτίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, Ιων. <i>-ιεῦμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Μέσ., εφοδιάζομαι με τρόφιμα ή ζωοτροφές, [[ξηρά]] [[τροφή]] για τα ζώα (δηλ. με άχυρα), σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., ἐπ. [[ἄριστον]], [[προγευματίζω]], στον ίδ.· ἐπισ. [[ἀργύριον]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ., [[εφοδιάζω]] με προμήθειες, [[τροφοδοτώ]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισῑτίζομαι:''' (fut. ἐπισιτιοῦμαι - ион. ἐπισιτιεῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> добывать себе съестные припасы, запасаться продовольствием (ἐκ τῆς κώμης Her.; τῇ στρατιᾷ Thuc.): ἀποπεμφθέντες ὡς ἐπισιτιεύμενοι Her. посланные для заготовки продовольствия; εἰς Ευβοιαν ἐ. Arst. отправиться на Эвбею за продовольствием; ἐ. τὸν [[ἄριστον]] Thuc. отправиться за продовольствием для завтрака;<br /><b class="num">2)</b> снабжать себя, запасаться, обеспечивать себя, заготовлять: ἐ. πρὸς σοφίστείαν Plut. запастись доводами против софистики.
}}
}}