Anonymous

ἐπιπαρασκευάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' Μέσ., [[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' Μέσ., [[παρασκευάζω]], [[προμηθεύω]] για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπαρασκευάζομαι:''' добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).
}}
}}