Anonymous

ἐπισκηνόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καταλύω]] σε [[τόπο]]· μεταφ., [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] [[εντός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπισκηνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καταλύω]] σε [[τόπο]]· μεταφ., [[μένω]], [[διαμένω]], [[κατοικώ]] [[εντός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισκηνόω:''' <b class="num">1)</b> быть расквартированным, жить (ταῖς οἰκίαις и ἐπὶ τὰς οἰκίας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> перен. обитать, находиться ([[ἵνα]] ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ [[δύναμις]] NT).
}}
}}