Anonymous

ἐπισιμόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισῑμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] προς τα μέσα· αμτβ., [[αλλάζω]] την [[πορεία]] μου, [[λοξοδρομώ]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐπισῑμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[κάμπτω]], [[λυγίζω]] προς τα μέσα· αμτβ., [[αλλάζω]] την [[πορεία]] μου, [[λοξοδρομώ]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισῑμόω:''' досл. загибать, подгибать, воен. сворачивать в сторону: ἐπισιμώσας πρὸς τὴν πόλιν [[ᾔει]] Xen. повернув (с войском) в сторону, (Агесилай) двинулся к городу.
}}
}}