Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιπολαστικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπολαστικός]], -ή, -όν) [[επιπολάζω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να επιπολάζει, να παραμένει στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άφθονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) αυτός που παραμένει [[άπεπτος]], αχώνευστος στο [[στομάχι]] και [[επομένως]] δημιουργεί [[τάση]] για εμετό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπολαστικῶς</i><br />σε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, [[δυνατά]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιπολαστικός]], -ή, -όν) [[επιπολάζω]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να επιπολάζει, να παραμένει στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άφθονος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τροφές) αυτός που παραμένει [[άπεπτος]], αχώνευστος στο [[στομάχι]] και [[επομένως]] δημιουργεί [[τάση]] για εμετό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιπολαστικῶς</i><br />σε μεγάλο βαθμό, πολύ έντονα, [[δυνατά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπολαστικός:''' всплывающий наверх, держащийся на поверхности Arst.
}}
}}