Anonymous

ἐπιτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτείχισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[φρούριο]], οχυρό στα [[σύνορα]] του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., ἐπιτειχίσματα τῆς [[αὐτοῦ]] χώρας, τόσα φρούρια, τόσα στρατόπεδα που απειλούν την [[χώρα]] του, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ἐπ. [[πρός]] τι, [[φραγμός]] ή [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπιτείχισμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">1.</b> [[φρούριο]], οχυρό στα [[σύνορα]] του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., ἐπιτειχίσματα τῆς [[αὐτοῦ]] χώρας, τόσα φρούρια, τόσα στρατόπεδα που απειλούν την [[χώρα]] του, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., ἐπ. [[πρός]] τι, [[φραγμός]] ή [[κώλυμα]], [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτείχισμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> укрепление, крепость, твердыня, оплот: ἐ. τινι, πρός τι и ἐπί τι Dem. оплот против кого(чего)-л.; κατασκευάζειν τὴν Εὔβοιαν ἐ. τινι Dem. делать Эвбею оплотом против кого-л;<br /><b class="num">2)</b> перен. оплот, защита: ἐ. τῶν νόμων Arst. оплот законности.
}}
}}