Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιστέφω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]] ή όπως με [[στεφάνι]]· μεταφ., στη Μέσ., <i>κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο</i>, τα γέμισαν [[μέχρι]] το [[χείλος]], τα ξεχείλισαν με [[κρασί]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>χοὰς ἐπιστέφειν</i>, [[επιχέω]] χοές προς [[τιμή]] του νεκρού, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπιστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[περιβάλλω]] με [[στεφάνι]] ή όπως με [[στεφάνι]]· μεταφ., στη Μέσ., <i>κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο</i>, τα γέμισαν [[μέχρι]] το [[χείλος]], τα ξεχείλισαν με [[κρασί]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>χοὰς ἐπιστέφειν</i>, [[επιχέω]] χοές προς [[τιμή]] του νεκρού, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστέφω:''' наливать, лить: [[χοάς]] τινι ἐ. Soph. совершать возлияния в чью-л. честь или кому-л.; med. наполнять до краев (κρητῆρας ποτοῖο Hom.).
}}
}}