Anonymous

ἐπιψαύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγίζω]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]], [[πασπατεύω]], με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν [[ὀλίγον]] νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν [[κάποιος]] κοιμηθεί [[έστω]] και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] [[κάτι]], Λατ. [[strictim]] attingere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ὅστ' [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπιψαύω:''' μέλ. <i>-σω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αγγίζω]] την [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφώ]], [[πασπατεύω]], με γεν., σε Ησίοδ., Ηρόδ., Αττ.· κἂν [[ὀλίγον]] νυκτός τις ἐπιψαύσῃσι, δηλ. αν [[κάποιος]] κοιμηθεί [[έστω]] και λίγο, σε Θεόκρ.· μεταφ., [[αγγίζω]] [[ελαφρά]] [[κάτι]], Λατ. [[strictim]] attingere, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., ὅστ' [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, αυτός που μπορεί να προχωρήσει λίγο χρησιμοποιώντας την αντίληψή του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιψαύω:''' <b class="num">1)</b> (при)касаться, дотрагиваться (σάκεος ποσίν Hes.; [[κώπης]] Soph.; τῶν ἄρθρων τῇ χειρί Her.; τῆς ὑπήνης ταῖν [[χεροῖν]] Plut.): γῆς ἐ. Soph. соприкоснуться с землей, т. е. достичь земли (о потерпевших кораблекрушение); ὅστ᾽ [[ὀλίγον]] περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν Hom. кто хоть немного одарен здравым смыслом; [[ὀλίγον]] ἐπιψαῦσαι (v. l. ἐπιμύειν) τὸν [[ὕπνον]] Theocr. чуть вздремнуть;<br /><b class="num">2)</b> (в речи) касаться, затрагивать (πρήγματός τινος Her.; [[κεφαλαιωδῶς]] ἑκάστων Polyb.).
}}
}}