Anonymous

ἐπιτύφομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτύφομαι:''' [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· <i>ἐπιτεθυμμένος</i>, [[έξαλλος]], μαινόμενος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπιτύφομαι:''' [ῡ], Παθ., φλογίζομαι, διεγείρομαι, καίγομαι· <i>ἐπιτεθυμμένος</i>, [[έξαλλος]], μαινόμενος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτύφομαι:''' (ῡ) воспламеняться, загораться: ἐ. τινος Arph. воспламениться любовью к кому-л.; ἐπιτεθυμ(μ)ένος Plat. распаленный яростью, злобный.
}}
}}