Anonymous

ἐπίστροφος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίστροφος:''' -ον ([[ἐπιστρέφω]]), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]], [[γνωστός]] με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπίστροφος:''' -ον ([[ἐπιστρέφω]]), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]], [[γνωστός]] με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίστροφος:''' <b class="num">1)</b> вращающийся (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;<br /><b class="num">2)</b> приводящий в действие, виновник (τινος Aesch.).
}}
}}