Anonymous

ἐπιφορέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφορέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἐπιφέρω]], [[επιθέτω]], [[επισωρεύω]], [[τοποθετώ]] πάνω σε, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιφορέω:''' μέλ. -ήσω = [[ἐπιφέρω]], [[επιθέτω]], [[επισωρεύω]], [[τοποθετώ]] πάνω σε, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφορέω:''' наносить, насыпать, наваливать, нагромождать ([[χοῦν]] γῆς Her. и γῆν Xen.; λίθους [[ἄνωθεν]] Arph.).
}}
}}