Anonymous

ἐπιβύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κλείνω]], [[φράζω]], βουλώνω, τὸ [[στόμα]] τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ [[ὦτα]], [[κλείνω]] τα αυτιά μου, σε Λυκ.
|lsmtext='''ἐπιβύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[κλείνω]], [[φράζω]], βουλώνω, τὸ [[στόμα]] τινός, σε Αριστοφ. — Μέσ., ἐπιβύβασθαι τὰ [[ὦτα]], [[κλείνω]] τα αυτιά μου, σε Λυκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβύω:''' (ῡ) зажимать, затыкать: τὸ [[στόμα]] ἐ. κέρμασιν Arph. заткнуть рот деньгами, т. е. купить (чье-л.) молчание; ἐπιβύσασθαι τὰ [[ὦτα]] Luc. заткнуть себе уши.
}}
}}