3,274,921
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔποχος:''' -ον ([[ἐπέχω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει ανέβει πάνω σε [[άλογο]], [[ιππέας]], [[καβαλάρης]], [[έφιππος]] [[άνδρας]], επιβιβασμένος σε [[άρμα]], σε [[πλοίο]], με γεν. ή δοτ., <i>ναῶν ἔποχοι</i>, <i>ἅρμασιν ἔποχοι</i>, σε Αισχύλ.· μεταφ., [[λόγος]] μανίας [[ἔποχος]], [[λόγια]] που προέρχονται από [[τρέλα]], δηλ. κουβέντες μανίας ή τρέλας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που κάθεται σε [[καλή]] [[θέση]] πάνω στην [[πλάτη]] του αλόγου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ποταμὸς ναυσὶ [[ἔποχος]], [[πλωτός]] για πλοία, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἔποχος:''' -ον ([[ἐπέχω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που έχει ανέβει πάνω σε [[άλογο]], [[ιππέας]], [[καβαλάρης]], [[έφιππος]] [[άνδρας]], επιβιβασμένος σε [[άρμα]], σε [[πλοίο]], με γεν. ή δοτ., <i>ναῶν ἔποχοι</i>, <i>ἅρμασιν ἔποχοι</i>, σε Αισχύλ.· μεταφ., [[λόγος]] μανίας [[ἔποχος]], [[λόγια]] που προέρχονται από [[τρέλα]], δηλ. κουβέντες μανίας ή τρέλας, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που κάθεται σε [[καλή]] [[θέση]] πάνω στην [[πλάτη]] του αλόγου, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., ποταμὸς ναυσὶ [[ἔποχος]], [[πλωτός]] για πλοία, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔποχος:''' <b class="num">1)</b> едущий (ναῶν, ἅρμασιν Aesch.): [[λόγος]] μανίας ἔ. Eur. безумная речь;<br /><b class="num">2)</b> твердо сидящий на лошади, обладающий хорошей посадкой ([[γυνή]] Arph.): ἐπόχους ἡ [[θήρα]] ἀποδείκνυσι Xen. охота воспитывает всадников с твердой посадкой; ταῖς ἱππασίαις ἔ. Plut. опытный всадник;<br /><b class="num">3)</b> удобопроходимый: ποταμὸς ναυσὶ μεγάλαις ἔ. Plut. река, проходимая для больших судов. | |||
}} | }} |