Anonymous

ἐπολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] πάνω σε, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐπολισθάνω:''' μέλ. <i>-ολισθήσω</i>, [[γλιστρώ]] ή [[ολισθαίνω]] πάνω σε, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπολισθάνω:''' <b class="num">1)</b> соскальзывать, падать (ἐς βυθόν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. впадать (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).
}}
}}