3,243,771
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐριαύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά [[ψηλά]] τον αυχένα, λέγεται για τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐριαύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που κρατά [[ψηλά]] τον αυχένα, λέγεται για τα άλογα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐριαύχην:''' εν, gen. ενος adj. имеющий крутую шею или высоко держащий голову (ἵπποι Hom.). | |||
}} | }} |