Anonymous

ἐρευνάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρευνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]] ή [[ερευνώ]] για, [[ψάχνω]], [[επιζητώ]], [[εξετάζω]], σε Όμηρ., σε Αττ.· <i>ὧν χρείαν ἐρευνᾷ</i>, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]], [[ερευνώ]] ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρωτώ]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., ζητώ να κάνω [[κάτι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐρευνάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αναζητώ]] ή [[ερευνώ]] για, [[ψάχνω]], [[επιζητώ]], [[εξετάζω]], σε Όμηρ., σε Αττ.· <i>ὧν χρείαν ἐρευνᾷ</i>, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ψάχνω]], [[ερευνώ]] ένα [[μέρος]], σε Ηρόδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ρωτώ]] για [[κάτι]], [[εξετάζω]] κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., ζητώ να κάνω [[κάτι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρευνάω:''' <b class="num">1)</b> искать: ἐ. τεύχεα κατὰ μυχὸν θαλάμοιο Hom. искать оружия в глубине комнаты; ἐρευνῶν εὑρήσεις Pind. ища найдешь;<br /><b class="num">2)</b> разыскивать, выслеживать (ἴχνια ἐρευνῶντες κύνες Hom.; κακούργους Xen.): μετ᾽ ἴχνιά τινος ἐ. Hom. отыскивать кого-л. по следам;<br /><b class="num">3)</b> расследовать, узнавать (ζητεῖν καὶ ἐ. τι Plat., Dem.; med. πᾶσαν [[πάντῃ]] φύσιν Plat.);<br /><b class="num">4)</b> выпытывать, спрашивать (πικρὰν φάτιν Eur.): ἐ. τὴν σοφὴν εὐβουλίαν Aesch. следовать велениям благоразумия;<br /><b class="num">5)</b> стараться, пытаться (ποιεῖν τι Theocr.).
}}
}}