Anonymous

ἐπικυλίκειος: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικυλίκειος]] και -ιος, -ον (Α)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει [[κάποιος]] («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την [[έκφραση]] «<i>επί της κύλικος</i> (φλυαρείν)»].
|mltxt=[[ἐπικυλίκειος]] και -ιος, -ον (Α)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει [[κάποιος]] («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την [[έκφραση]] «<i>επί της κύλικος</i> (φλυαρείν)»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικῠλίκειος:''' произносимый за чашей, застольный (λόγοι Plut.; ἐξηγήσεις Diog. L.).
}}
}}