3,270,340
edits
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικυλίκειος]] και -ιος, -ον (Α)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει [[κάποιος]] («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την [[έκφραση]] «<i>επί της κύλικος</i> (φλυαρείν)»]. | |mltxt=[[ἐπικυλίκειος]] και -ιος, -ον (Α)<br />αυτός που λέγεται ή γίνεται ενώ ετοιμάζεται να πιει [[κάποιος]] («ἐπικυλίκειοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πρόκειται πιθανότατα για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από την [[έκφραση]] «<i>επί της κύλικος</i> (φλυαρείν)»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικῠλίκειος:''' произносимый за чашей, застольный (λόγοι Plut.; ἐξηγήσεις Diog. L.). | |||
}} | }} |