Anonymous

ἐρατός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρᾰτός:''' -ή, -όν ([[ἐράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπητός]], [[γοητευτικός]], [[ελκυστικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ἐρατὸν κιθαρίζειν</i>, σε Όμηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αγαπητός]], σε Τυρτ.
|lsmtext='''ἐρᾰτός:''' -ή, -όν ([[ἐράω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[αγαπητός]], [[γοητευτικός]], [[ελκυστικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., <i>ἐρατὸν κιθαρίζειν</i>, σε Όμηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[αγαπητός]], σε Τυρτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐράω]] прелестный, милый, приятный (δῶρα Ἀφροδίτης Hom.; ἔργα ἀνθρώπων Hes.; [[παῖς]], [[ἴων]] φόβαι Pind.; μολπαί Eur.; ὕμνοι Arph.; [[ἄνθος]] Anth.): φυὴν ἐ. Hes. прекрасной наружности.
}}
}}