Anonymous

ἐργολαβέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐργολᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναλαμβάνω]] [[εκτέλεση]] ενός έργου με [[αμοιβή]], <i>ἐργ. ἀνδριάντας</i>, Λατ. statuas conducere faciendas, σε Ξεν.· απόλ., [[εργάζομαι]] με [[αμοιβή]], [[επιδιώκω]] χρηματική [[ωφέλεια]], [[κερδοσκοπώ]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐργολᾰβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναλαμβάνω]] [[εκτέλεση]] ενός έργου με [[αμοιβή]], <i>ἐργ. ἀνδριάντας</i>, Λατ. statuas conducere faciendas, σε Ξεν.· απόλ., [[εργάζομαι]] με [[αμοιβή]], [[επιδιώκω]] χρηματική [[ωφέλεια]], [[κερδοσκοπώ]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργολᾰβέω:''' <b class="num">1)</b> брать на себя по заказу, обязываться изготовить (ἀνδριάντας Xen.; τὸ μακρὸν [[τεῖχος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> работать из-за денег, гоняться за наживой (σοφιστὴς ἐργολαβῶν Aeschin.): ἐ. ἐπί τινα Aeschin. или [[κατά]] τινος Dem. действовать за плату (т. е. быть подкупленным) против кого-л.; ἐ. τινι Dem. за плату служить кому-л.; ἐ. ἔν τινι Aeschin. извлекать выгоду из чего-л., наживаться на чем-л.
}}
}}