3,277,700
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐρίδμᾱτος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι κτισμένος [[πολύ]] γερά, δηλ. [[ανίκητος]], [[ακατάβλητος]], ή (από το [[δαμάω]]) καθυποταγμένος. | |lsmtext='''ἐρίδμᾱτος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι κτισμένος [[πολύ]] γερά, δηλ. [[ανίκητος]], [[ακατάβλητος]], ή (από το [[δαμάω]]) καθυποταγμένος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρίδμᾱτος:''' дор. = [[ἐρίδμητος]]. | |||
}} | }} |