Anonymous

ἐρίδματος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίδμᾱτος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι κτισμένος [[πολύ]] γερά, δηλ. [[ανίκητος]], [[ακατάβλητος]], ή (από το [[δαμάω]]) καθυποταγμένος.
|lsmtext='''ἐρίδμᾱτος:''' -ον ([[δέμω]]), αυτός που είναι κτισμένος [[πολύ]] γερά, δηλ. [[ανίκητος]], [[ακατάβλητος]], ή (από το [[δαμάω]]) καθυποταγμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίδμᾱτος:''' дор. = [[ἐρίδμητος]].
}}
}}