Anonymous

ἐρέριπτο: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρέριπτο:''' Επικ. αντί [[ἐρήριπτο]], γʹ ενικ. υπερσ. του [[ἐρείπω]].
|lsmtext='''ἐρέριπτο:''' Επικ. αντί [[ἐρήριπτο]], γʹ ενικ. υπερσ. του [[ἐρείπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρέριπτο:''' эп. 3 л. sing. ppf. pass. к [[ἐρείπω]].
}}
}}