Anonymous

ἑτεροειδής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(14)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει διαφορετική [[μορφή]], ο [[ανομοιόμορφος]]<br /><b>(νεολλ.)</b> <b>βοτ.</b> λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο [[άτομο]], παρουσιάζουν διάφορες μορφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>, <i>ευ</i>-<i>ειδής</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτεροειδής:''' имеющий другой вид (Arst. - v. l. к [[ἐντεροειδής]]).
}}
}}