Anonymous

ἑσμός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑσμός:''' ὁ ([[ἵημι]]), οτιδήποτε αναβλύζει, εξορμά, Λατ. [[scaturigo]]· [[ιδίως]], [[σμήνος]], [[πλήθος]] [[μελισσών]] ή [[σφηκών]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, <i>ἑσμοὶ γάλακτος</i>, ρυάκια, [[αφθονία]] γάλακτος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἑσμός:''' ὁ ([[ἵημι]]), οτιδήποτε αναβλύζει, εξορμά, Λατ. [[scaturigo]]· [[ιδίως]], [[σμήνος]], [[πλήθος]] [[μελισσών]] ή [[σφηκών]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· λέγεται για πράγματα, <i>ἑσμοὶ γάλακτος</i>, ρυάκια, [[αφθονία]] γάλακτος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑσμός:''' и ἐσμός ὁ<br /><b class="num">1)</b> рой (μελισσέων Her. и μελιττῶ Xen., Arst., Plut.; σκωλήκων Plut.): σφῆκες ξυλλεγέντες καθ ἑσμούς Arph. осы, собирающиеся роями;<br /><b class="num">2)</b> стая (πελειάδων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> толпа (γυναικῶν Arph.);<br /><b class="num">4)</b> изобилие, множество: ἑσμοὶ [[γάλακτος]] Eur. (целые) потоки молока; ἑ. νούσων Aesch. туча (всяческих) болезней; ἐ. λόγων Plat. словесный поток.
}}
}}