Anonymous

ἐρυστός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρυστός:''' -ή, -όν, αυτός που σύρεται, [[τραβηχτός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐρυστός:''' -ή, -όν, αυτός που σύρεται, [[τραβηχτός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρυστός:''' [adj. verb. к [[ἐρύομαι]] извлеченный (κολεῶν ἐρυστὰ [[ξίφη]] Soph.).
}}
}}