Anonymous

εὐεργετικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐεργετικός]], -ή, -όν) [[ευεργέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]] ή [[ωφέλεια]] (α. «η [[βροχή]] ήταν ευεργετική για τα [[σπαρτά]]» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> ο διατεθειμένος, ο [[πρόθυμος]] να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> «[[ευεργετικός]] [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις<br /><b>2.</b> «ευεργετική [[παράσταση]]» ή [[απλώς]] <i>ευεργετική</i><br />η [[παράσταση]] της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο [[ηθοποιός]] [[υπέρ]] του οποίου έγινε<br /><b>3.</b> «έχω την ευεργετική μου» — [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους<br /><b>4.</b> «ευεργετικό [[γράμμα]]» — ευεργετήριο [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐεργετικόν</i><br />η [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] εὐεργετική» — καλή [[φήμη]] για [[ευεργεσία]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[εὐεργετικός]], -ή, -όν) [[ευεργέτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ευεργεσία]] ή [[ωφέλεια]] (α. «η [[βροχή]] ήταν ευεργετική για τα [[σπαρτά]]» β. «εὐεργετικώτατος δὲ καὶ φιλοδοξότατος εἰς τοὺς Ἕλληνας», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> ο διατεθειμένος, ο [[πρόθυμος]] να ευεργετήσει («οι ευεργετικές διαθέσεις του ήταν μάταιες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> «[[ευεργετικός]] [[νόμος]]» — ο [[νόμος]] που παρέχει εξαιρετικά δικαιώματα ή απαλλαγές από ορισμένες υποχρεώσεις<br /><b>2.</b> «ευεργετική [[παράσταση]]» ή [[απλώς]] <i>ευεργετική</i><br />η [[παράσταση]] της οποίας τις εισπράξεις παίρνει ο [[ηθοποιός]] [[υπέρ]] του οποίου έγινε<br /><b>3.</b> «έχω την ευεργετική μου» — [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] μομφών και επιπλήξεων από ανώτερο ή σαρκασμών και πειραγμάτων από φίλους<br /><b>4.</b> «ευεργετικό [[γράμμα]]» — ευεργετήριο [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐεργετικόν</i><br />η [[ευεργεσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δόξα]] εὐεργετική» — καλή [[φήμη]] για [[ευεργεσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργετικός:''' делающий добро, творящий добрые дела, оказывающий услуги: εὐ. τινος Plat., Arst. делающий добро кому-л.; [[δόξα]] εὐ. Arst. репутация творящего добро человека; εὐ. πολλῶν καὶ μεγάλων Arst. готовый оказывать большие и важные услуги.
}}
}}