Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔδροσος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδροσος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо орошаемый (τόποι Arph.).
}}
}}