3,254,072
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''εὔδροσος:''' -ον, αυτός που έχει άφθονη [[δροσιά]], αυτός που έχει άφθονο [[νερό]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔδροσος:''' <b class="num">1)</b> изобилующий водой, многоводный (παγαί Eur.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо орошаемый (τόποι Arph.). | |||
}} | }} |