Anonymous

ἐρυθροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
|mltxt=[[ἐρυθροδάκτυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, [[ροδοδάκτυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> [[δάκτυλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρυθροδάκτῠλος:''' красноперстый (ἐ. φαυλότερον λέγεται ἢ [[ῥοδοδάκτυλος]] Arst.).
}}
}}