3,270,341
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔλῠτος:''' -ον ([[λύω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· <i>εὔλ. πρὸς λοιδορίαν</i>, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''εὔλῠτος:''' -ον ([[λύω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· <i>εὔλ. πρὸς λοιδορίαν</i>, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔλῠτος:''' <b class="num">1)</b> легко отвязываемый (κύνες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> легко расслабляющийся ([[κοιλία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко расторгаемый (στέργηθρα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> легко разрешаемый ([[ἀπορία]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> легкий в движениях, подвижный (ὦμοι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> проворный, ловкий (κινήσεις Diod.). | |||
}} | }} |