Anonymous

εὔλυτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔλῠτος:''' -ον ([[λύω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· <i>εὔλ. πρὸς λοιδορίαν</i>, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''εὔλῠτος:''' -ον ([[λύω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· <i>εὔλ. πρὸς λοιδορίαν</i>, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔλῠτος:''' <b class="num">1)</b> легко отвязываемый (κύνες Xen.);<br /><b class="num">2)</b> легко расслабляющийся ([[κοιλία]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко расторгаемый (στέργηθρα Eur.);<br /><b class="num">4)</b> легко разрешаемый ([[ἀπορία]] Arst.);<br /><b class="num">5)</b> легкий в движениях, подвижный (ὦμοι Arst.);<br /><b class="num">6)</b> проворный, ловкий (κινήσεις Diod.).
}}
}}