Anonymous

εὐήχητος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐήχητος:''' Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον ([[ἠχέω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται [[καλά]], [[εύηχος]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται [[δυνατά]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὐήχητος:''' Δωρ. εὐ-άχ-[ᾱ], -ον ([[ἠχέω]]), αυτός που ηχεί, ακούγεται [[καλά]], [[εύηχος]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.· αυτός που ηχεί ισχυρά, ακούγεται [[δυνατά]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐήχητος:''' = [[εὐάχητος]] и [[εὐηχής]].
}}
}}