Anonymous

εὔδοξος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔδοξος:''' <b class="num">1)</b> пользующийся хорошей славой, окруженный почетом или уважением, славный ([[νίκα]], [[ἄνδρες]] Pind.; [[γῆρας]] Eur.; [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> замечательный, превосходный, отличный ([[φρήν]] Aesch.; [[νέες]] Her.; [[δύναμις]] λόγων Arst.).
}}
}}