3,277,759
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''εὔδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), καλόφημος, τιμημένος, [[ένδοξος]], δοξασμένος, σε Θέογν., Θουκ. κ.λπ.· [[νέες]] εὐδοξόταται, περίφημα πλοία, καράβια πρώτης τάξεως, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔδοξος:''' <b class="num">1)</b> пользующийся хорошей славой, окруженный почетом или уважением, славный ([[νίκα]], [[ἄνδρες]] Pind.; [[γῆρας]] Eur.; [[πόλις]] Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> замечательный, превосходный, отличный ([[φρήν]] Aesch.; [[νέες]] Her.; [[δύναμις]] λόγων Arst.). | |||
}} | }} |