Anonymous

εὐβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐβλέφᾰρος:''' -ον ([[βλέφαρον]]), αυτός που έχει ωραία βλέφαρα, όμορφα μάτια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐβλέφᾰρος:''' досл. с прекрасными веками, перен. ясно видящий, зоркий ([[Δίκη]] Anth.).
}}
}}