Anonymous

εὐπαθέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[τυχερός]], ευχαριστιέμαι, [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, [[ευθυμώ]], [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''εὐπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[τυχερός]], ευχαριστιέμαι, [[απολαμβάνω]], [[διασκεδάζω]], τέρπομαι, [[ευθυμώ]], [[χαίρομαι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> предаваться удовольствиям, наслаждаться (πίνειν καὶ εὐ. Her.; ἐν δείπνων περιόδοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> филос. упиваться блаженством Plat.;<br /><b class="num">3)</b> пользоваться благодеяниями ([[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}