Anonymous

εὐειδής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), καλοφτιαγμένος, [[εμφανίσιμος]], όμορφος, [[ωραίος]], [[περικαλλής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
|lsmtext='''εὐειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), καλοφτιαγμένος, [[εμφανίσιμος]], όμορφος, [[ωραίος]], [[περικαλλής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐειδής:''' миловидный, красивый, прекрасный ([[γυνή]] Hom.; [[ἄλοχος]] Pind.; [[ἀνήρ]] Aesch., Her., Xen., Plat.; [[παῖς]] Her., Plut.): χρωτὸς εὐ. [[φύσις]] Eur. прекрасная наружность.
}}
}}