3,274,913
edits
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]]. | |mltxt=[[εὐεκτικός]], -ή, -όν (Α) [[ευέκτης]]<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για σώματα) αυτός που έχει καλή [[υγεία]], ο [[υγιής]], ο [[εύρωστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[ευεξία]], ο [[υγιεινός]], ο [[ωφέλιμος]]<br /><b>3.</b> ο [[δεκτικός]] νέων ιδεών και αντιλήψεων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεκτικῶς</i> (ΑΜ)<br />με καλή υγιεία, με [[ευρωστία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐεκτικός:''' <b class="num">1)</b> здоровый, крепкий (σώματα Plat., Plut.; [[σάρξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> делающий здоровым, придающий, крепость (εὐεκτικὸν τὸ ποιητικὸν εὐεξίας Arst.). | |||
}} | }} |