Anonymous

εὐθηνέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηνέω:''' Αττ. [[εὐθενέω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ευδοκιμώ]], [[ακμάζω]], [[ευημερώ]], Λατ. florere, vigere, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Δημ.· με δοτ., [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὴν πόλιν εὐθενεῖσθαι</i>, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''εὐθηνέω:''' Αττ. [[εὐθενέω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I.</b> [[ευδοκιμώ]], [[ακμάζω]], [[ευημερώ]], Λατ. florere, vigere, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Δημ.· με δοτ., [[αφθονώ]] σε [[κάτι]], σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν</i>, σε Ηρόδ.· <i>τὴν πόλιν εὐθενεῖσθαι</i>, σε Δημ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθηνέω:''' староатт. [[εὐθενέω]] (тж. med. с aor. εὐθηνήθην)<br /><b class="num">1)</b> находиться в цветущем состоянии, процветать, благоденствовать Aesch., Arst.: οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν Her. лакедемоняне достигли цветущего состояния; εὐθενούντων τῶν πραγμάτων Dem. в пору государственного благополучия;<br /><b class="num">2)</b> быть крепким, здоровым, сильным (σώμασιν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> быть плодородным (εὐθενοῦσα γῆ Xen.);<br /><b class="num">4)</b> быть богатым, изобиловать (κτήνεσι HH; τοῖς ἰδίοις βίοις Plut.).
}}
}}