Anonymous

εὔκλωστος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκλωστος]], -ον)<br />αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που [[είναι]] κλωσμένος καλά.
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔκλωστος]], -ον)<br />αυτός που κλώθεται, που γνέθεται καλά ή που [[είναι]] κλωσμένος καλά.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκλωστος:''' эп. [[ἐΰκλωστος]] 2 хорошо спряденный, искусной работы ([[χιτών]] HH; [[νῆμα]] Anth.).
}}
}}