Anonymous

εὗρον: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὗρον:''' αόρ. βʹ του [[εὑρίσκω]]· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
|lsmtext='''εὗρον:''' αόρ. βʹ του [[εὑρίσκω]]· εὕρομες, Δωρ. αʹ πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὗρον:''' aor. 2 к [[εὑρίσκω]].
}}
}}