Anonymous

εὑρετέος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
|lsmtext='''εὑρετέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[εὑρίσκω]], αυτός που πρέπει να ανακαλυφθεί, να ανευρεθεί, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὑρετέος:''' adj. verb. к [[εὑρίσκω]].
}}
}}