Anonymous

εὔριπος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔρῑπος:''' ὁ ([[ῥιπίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] που η [[παλίρροια]] είναι ορμητική, [[ιδίως]], [[πορθμός]], στενό θάλασσας που χωρίζει την Εύβοια από την [[Βοιωτία]], στο οποίο το [[ρεύμα]] λεγόταν ότι μεταβαλλόταν [[εφτά]] φορές την [[ημέρα]], σε Ξεν.· παροιμ., λέγεται για παράφρονα, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κανάλι]], [[διώρυγα]], [[χαντάκι]], [[τάφρος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔρῑπος:''' ὁ ([[ῥιπίζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μέρος]] που η [[παλίρροια]] είναι ορμητική, [[ιδίως]], [[πορθμός]], στενό θάλασσας που χωρίζει την Εύβοια από την [[Βοιωτία]], στο οποίο το [[ρεύμα]] λεγόταν ότι μεταβαλλόταν [[εφτά]] φορές την [[ημέρα]], σε Ξεν.· παροιμ., λέγεται για παράφρονα, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[κανάλι]], [[διώρυγα]], [[χαντάκι]], [[τάφρος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔρῑπος:''' ὁ<b class="num">1)</b> узкий пролив Xen., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (водный) рукав, канал или ров Anth.
}}
}}