Anonymous

εὐδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evdialytos
|Transliteration C=evdialytos
|Beta Code=eu)dia/lutos
|Beta Code=eu)dia/lutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to undo</b> or <b class="b2">open</b>, of traps, <span class="bibl">Str.6.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">easy to dissolve</b> or <b class="b2">break up</b>, gloss on [[ὑποψάθυρος]], Gal.16.762: metaph., φιλίαι <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1156a19</span>, cf. <span class="bibl">Ph.1.379</span>; Ἑλλάς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span>8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">easy to solve</b> or <b class="b2">refute</b>, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Rh.</span>9.5</span>, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Meth.</span>22</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> <b class="b2">easy to dissolve</b>, and so <b class="b2">to digest</b>, Hices. ap. <span class="bibl">Ath.3.87e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to reconcile</b>, <span class="bibl">Plb.29.11.5</span>.</span>
|Definition=εὐδιάλυτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to undo]] or [[open]], of traps, Str.6.2.6.<br><span class="bld">2</span> [[easy to dissolve]] or [[break up]], ''Glossaria'' on [[ὑποψάθυρος]], Gal.16.762: metaph., φιλίαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1156a19, cf. Ph.1.379; Ἑλλάς Plu.''Phil.''8.<br><span class="bld">3</span> [[easy to solve]] or [[refute]], D.H. ''Rh.''9.5, Hermog.''Meth.''22.<br><span class="bld">4</span> [[easy to dissolve]], and so to [[digest]], Hices. ap. Ath.3.87e.<br><span class="bld">II</span> [[easy to reconcile]], Plb.29.11.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht aufzulösen, zu trennen; [[φιλία]] Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à ruiner]], [[à détruire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάλῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[без труда расчленяемый]], [[легко распадающийся]] (Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐ. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[легко расторгаемый]] (φιλίαι Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[легко поддающийся уговорам]], [[сговорчивый]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή [[ποσότητα]] κάποιου διαλυτικού υγρού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευδιάλυτο</i><br />η [[ευδιαλυτότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[παγίδα]]) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν [[τότε]] εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (για [[τροφή]]) [[εύπεπτος]]<br /><b>4.</b> αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ευδιαλύομαι]]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάλῠτος:''' <b class="num">1)</b> без труда расчленяемый, легко распадающийся (Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> легко расторгаемый (φιλίαι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> легко поддающийся уговорам, сговорчивый Polyb.
}}
}}