3,274,216
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> όμορφος, [[καλός]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], λέγεται για εξωτερική [[εμφάνιση]], σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. [[ἰδεῖν]], όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· [[εἶδος]] [[εὐπρεπής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλαίσθητος]], [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[πρέπων]], προσήκων, [[αρμόδιος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>τελευτὴ εὐπρεπεστάτη</i>, ενδοξότατο [[τέλος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απατηλός]], κατ' [[επίφαση]] [[ορθός]], [[αληθοφανής]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς</i>, υπό το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. -[[πῶς]], Ιων. <i>-πέως</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-πέστερον</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-πέστατα</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''εὐπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> όμορφος, [[καλός]], [[κομψός]], [[χαριτωμένος]], λέγεται για εξωτερική [[εμφάνιση]], σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. [[ἰδεῖν]], όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· [[εἶδος]] [[εὐπρεπής]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλαίσθητος]], [[κόσμιος]], [[ευπρεπής]], [[ταιριαστός]], [[κατάλληλος]], αρμόζων, [[πρέπων]], προσήκων, [[αρμόδιος]], σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· <i>τελευτὴ εὐπρεπεστάτη</i>, ενδοξότατο [[τέλος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[απατηλός]], κατ' [[επίφαση]] [[ορθός]], [[αληθοφανής]], σε Ηρόδ., Θουκ.· <i>ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς</i>, υπό το [[πρόσχημα]], με την [[πρόφαση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. -[[πῶς]], Ιων. <i>-πέως</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-πέστερον</i>, σε Ευρ.· υπερθ. <i>-πέστατα</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπρεπής:''' <b class="num">1)</b> красивый, изящный ([[κόσμος]] Aesch.; [[σχῆμα]] Her.; [[ἐσθής]] Arst.): εὐ. (τὸ) [[εἶδος]] Eur., Arst., Plut. и εὐ. [[ἰδεῖν]] Arph., Xen. красивой наружности, прекрасный;<br /><b class="num">2)</b> благопристойный, подходящий ([[λόγος]] Her.): οὐκ [[εὐπρεπές]] λέγειν Eur. не годится упоминать (об этом); ἦν [[τοῦτο]] εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς [[πλείους]] Thuc. это понравилось большинству;<br /><b class="num">3)</b> славный ([[ἀνήρ]] Aesch.; [[τελευτή]] Thuc.);<br /><b class="num">4)</b> приводимый для видимости, благовидный ([[αἰτία]] Thuc., Plut.; εὐ. [[μέν]], ἀληθὴς δ᾽ οὔ Luc.): ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς Thuc. для видимости; [[σκῆψις]] εὐπρεπεστάτη Her. весьма удобный предлог;<br /><b class="num">5)</b> прикрытый благовидным предлогом, замаскированный ([[δειλία]] Thuc.): ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Thuc. путем скрытого обмана. | |||
}} | }} |