Anonymous

εὔνοια: Difference between revisions

From LSJ
1,183 bytes added ,  31 December 2018
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔνοιᾰ:''' ἡ, ποιητ. μερικές φορές εὐνοίᾱ, Ιων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη ([[εὔνους]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[θέληση]], [[ευμένεια]], [[αγαθότητα]], [[καλοσύνη]], <i>κατ' εὔνοιαν</i>, από [[καλοσύνη]] ή από [[καλή]] [[θέληση]], σε Ηρόδ.· <i>δι'εὐνοίας</i>, σε Θουκ.· <i>δι' εὔνοιαν</i>, σε Πλάτ.· εὐνοίας [[ἕνεκα]], σε Δημ.· <i>μετ'</i> ή <i>ὑπ' εὐνοίας</i>, στον ίδ.· <i>ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός</i>, από [[αγάπη]] για την [[πατρίδα]], για την πατρική γη, σε Αισχύλ.· <i>εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα</i>, [[παρά]] Δημ.· στον πληθ., αισθήματα καλοσύνης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δώρο]] ως [[ένδειξη]] καλής θέλησης, εύνοιας, ευμένειας, [[ιδίως]], λέγεται για δώρα που δίνονταν στους Αθηναίους στρατηγούς από τις υποτελείς πόλεις-κράτη, σε Δημ.
|lsmtext='''εὔνοιᾰ:''' ἡ, ποιητ. μερικές φορές εὐνοίᾱ, Ιων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη ([[εὔνους]])·<br /><b class="num">I.</b> [[καλή]] [[θέληση]], [[ευμένεια]], [[αγαθότητα]], [[καλοσύνη]], <i>κατ' εὔνοιαν</i>, από [[καλοσύνη]] ή από [[καλή]] [[θέληση]], σε Ηρόδ.· <i>δι'εὐνοίας</i>, σε Θουκ.· <i>δι' εὔνοιαν</i>, σε Πλάτ.· εὐνοίας [[ἕνεκα]], σε Δημ.· <i>μετ'</i> ή <i>ὑπ' εὐνοίας</i>, στον ίδ.· <i>ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός</i>, από [[αγάπη]] για την [[πατρίδα]], για την πατρική γη, σε Αισχύλ.· <i>εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα</i>, [[παρά]] Δημ.· στον πληθ., αισθήματα καλοσύνης, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[δώρο]] ως [[ένδειξη]] καλής θέλησης, εύνοιας, ευμένειας, [[ιδίως]], λέγεται για δώρα που δίνονταν στους Αθηναίους στρατηγούς από τις υποτελείς πόλεις-κράτη, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔνοια:''' поэт. редко εὐνοίᾱ, ион. [[εὐνοΐη]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> благосклонность, благоволение, доброжелательность: κατ᾽ εὔνοιαν Her., ἐπ᾽ εὐνοίᾳ Aesch., δι᾽ εὔνοιαν Plat., δι᾽ εὐνοίας Thuc. и εὐνοίας [[ἕνεκα]] Dem. из расположения, по доброжелательности; εὐνοίᾳ Soph., εὐνοίῃ Her. и μετ᾽ εὐνοίας Plat. благожелательно, благосклонно, любовно; ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονός Aesch. из любви к (своему) краю; εὐνοίᾳ τῇ σῇ Plat. из хороших чувств к тебе; εὐνοίας [[ἕνεκα]] τῶν Ἑλλήνων Xen. из благоволения к эллинам;<br /><b class="num">2)</b> снисходительность (κατ᾽ εὔνοιαν κρίνειν Lys.);<br /><b class="num">3)</b> pl. знаки благоволения, милости (Ἀρτέμιδος Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> подношение, дар Dem.
}}
}}