Anonymous

εὔκολος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔκολος:''' -ον ([[κόλον]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ικανοποιείται εύκολα, [[ευχαριστημένος]] με την [[τροφή]] του, σε Ανθ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται εύκολα, [[αυτάρκης]], [[πράος]], [[ειρηνικός]], [[καλόκαρδος]], Λατ. [[facilis]], [[comis]], σε Αριστοφ.· με δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, [[φιλικός]] προς αυτούς, [[ειρηνικός]] μαζί τους, στον ίδ.· επίρρ. <i>-λως</i>, εύκολα, ήρεμα, [[ήσυχα]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], [[ευκίνητος]], [[σβέλτος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που καθοδηγείται εύκολα, [[επιρρεπής]], <i>πρὸς ἀδικίαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[εύκολος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὔκολος:''' -ον ([[κόλον]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ικανοποιείται εύκολα, [[ευχαριστημένος]] με την [[τροφή]] του, σε Ανθ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ικανοποιείται εύκολα, [[αυτάρκης]], [[πράος]], [[ειρηνικός]], [[καλόκαρδος]], Λατ. [[facilis]], [[comis]], σε Αριστοφ.· με δοτ., [[εὔκολος]] πολίταις, [[φιλικός]] προς αυτούς, [[ειρηνικός]] μαζί τους, στον ίδ.· επίρρ. <i>-λως</i>, εύκολα, ήρεμα, [[ήσυχα]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]], [[ευκίνητος]], [[σβέλτος]], σε Ανθ.<br /><b class="num">4.</b> με αρνητική [[σημασία]], αυτός που καθοδηγείται εύκολα, [[επιρρεπής]], <i>πρὸς ἀδικίαν</i>, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[εύκολος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔκολος:''' <b class="num">1)</b> умеренность, невзыскательность, нетребовательность, простота (τῇ διαίτῃ Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обходительный, кроткий, добродушный (τινι Arph., Plat. и πρός τινα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (пред)расположенный, склонный (ὀργαῖς Plut.; πρὸς ἀδικίαν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> легкий, нетрудный (οὔ μοι δοκεῖ [[εὔκολον]] εἶναι Plat.): κατὰ τὴν λέξιν εὔ. ἐστιν Plut. слова его понятны.
}}
}}