Anonymous

εὐπερίχυτος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(15)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπερίχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιχέεται εύκολα<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]]) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-<i>χέω</i>].
|mltxt=[[εὐπερίχυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιχέεται εύκολα<br /><b>2.</b> (κατ' [[επέκταση]]) αυτός που εξαπλώνεται, που διαδίδεται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>περι</i>-<i>χέω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπερίχῠτος:''' легко разливающийся, текучий ([[στοιχεῖον]] Plut.).
}}
}}