Anonymous

εὐσταλής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐστᾰλής:''' -ές ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, [[ψιλά]], [[ελαφρά]] οπλισμένοι, Λατ. [[expeditus]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]], [[εύκολος]], [[ευχάριστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, [[συμπαγής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[συμπεριφορά]], αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, [[καθαρός]] και περιποιημένος, συγυρισμένος, [[φροντισμένος]], [[ευπρεπής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εὐστᾰλής:''' -ές ([[στέλλω]]),·<br /><b class="num">1.</b> [[καλά]] εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, [[ψιλά]], [[ελαφρά]] οπλισμένοι, Λατ. [[expeditus]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[απλός]], [[εύκολος]], [[ευχάριστος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, [[συμπαγής]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[συμπεριφορά]], αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, [[καθαρός]] και περιποιημένος, συγυρισμένος, [[φροντισμένος]], [[ευπρεπής]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐστᾰλής:''' <b class="num">1)</b> хорошо снаряженный ([[στόλος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хорошо сидящий в седле ([[ἱππεύς]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> легкий, подвижной ([[σῶμα]] Plut. - ср. 2);<br /><b class="num">5)</b> легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);<br /><b class="num">6)</b> легкий, благополучный ([[πλοῦς]] Soph.);<br /><b class="num">7)</b> (тж. εὐ. τὸ [[σχῆμα]] Luc.) чинный, благовоспитанный ([[ἀνήρ]] Plat.);<br /><b class="num">8)</b> правильный, нормальный ([[ὑστέρα]] Arst.).
}}
}}