Anonymous

εὔειρος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔειρος:''' -ον ([[εἶρος]], [[ἔριον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας [[μαλλί]], [[μαλακός]], σε Ανθ.· σε Αττ., [[εὔερος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''εὔειρος:''' -ον ([[εἶρος]], [[ἔριον]]), αυτός που είναι φτιαγμένος με ή προέρχεται από καλής ποιότητας [[μαλλί]], [[μαλακός]], σε Ανθ.· σε Αττ., [[εὔερος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔειρος:''' покрытый красивой шерстью, прекраснорунный (οἶες Anth.).
}}
}}