Anonymous

εὐκαμπής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐκαμπής:''' -ές ([[κάμπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> καλολυγισμένος, [[καμπυλωτός]], σε Ομήρ. Οδ., Μόσχ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐκαμπής:''' -ές ([[κάμπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> καλολυγισμένος, [[καμπυλωτός]], σε Ομήρ. Οδ., Μόσχ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευλύγιστος]], [[εύκαμπτος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐκαμπής:''' <b class="num">1)</b> красиво загнутый ([[δρέπανον]] Hom.; τόξα HH, Theocr.; τὰ κέρατα Luc. - ср. 2; [[ἕλιξ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> легко сгибающийся, гибкий, поворотливый (τὸ [[κέρας]] Plut. - ср. 1).
}}
}}