Anonymous

εὔπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που είχε [[καλή]] [[πρύμνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
|lsmtext='''εὔπρυμνος:''' -ον ([[πρύμνα]]), αυτός που είχε [[καλή]] [[πρύμνη]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπρυμνος:''' с крепкой или красивой кормой ([[νῆες]] Hom.; πλάται Eur.).
}}
}}