Anonymous

εὐσεβής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), Λατ. [[pius]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ευλαβής]], [[θρήσκος]], [[θεοσεβής]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· <i>εὐσεβὴς χεῖρα</i>, [[δίκαιος]] στην [[πράξη]], στα έργα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., [[άγιος]], καθαγιασμένος, [[ιερός]], [[θρησκευτικός]], στον ίδ., σε Ευρ.· <i>εὐσεβές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, <i>ἐν εὐσεβεῖ</i> (<i>ἐστι</i>), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = [[εὐσέβεια]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>εὐσεβέως</i>, Αττ. <i>-βῶς</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· [[εὐσεβῶς]] [[ἔχει]] αντί <i>εὐσεβές ἐστι</i>, σε Σοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ισοκρ.
|lsmtext='''εὐσεβής:''' -ές ([[σέβω]]), Λατ. [[pius]]·<br /><b class="num">I.</b> [[ευλαβής]], [[θρήσκος]], [[θεοσεβής]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· <i>εὐσεβὴς χεῖρα</i>, [[δίκαιος]] στην [[πράξη]], στα έργα, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράξεις, πράγματα κ.λπ., [[άγιος]], καθαγιασμένος, [[ιερός]], [[θρησκευτικός]], στον ίδ., σε Ευρ.· <i>εὐσεβές</i> (<i>ἐστι</i>), με απαρ., σε Ανθ.· ομοίως και, <i>ἐν εὐσεβεῖ</i> (<i>ἐστι</i>), σε Ευρ.· τὸ εὐσ. = [[εὐσέβεια]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ. <i>εὐσεβέως</i>, Αττ. <i>-βῶς</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· [[εὐσεβῶς]] [[ἔχει]] αντί <i>εὐσεβές ἐστι</i>, σε Σοφ.· συγκρ. <i>-έστερον</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-έστατα</i>, σε Ισοκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσεβής:''' <b class="num">1)</b> благочестивый, набожный Pind., Trag., Her., Plat.: εὐ. χεῖρα Aesch. праведный в (своих) деяниях; εὐσερεῖς ἐξ εὐσεβῶν Soph. праведные (дети) праведных (родителей), т. е. законные дети; ὁ τῶν εὐσεβῶν [[χῶρος]] Plat. место праведных (в царстве теней);<br /><b class="num">2)</b> почтительный (πρός τινα Aesch. и εἴς τινα Eur.);<br /><b class="num">3)</b> священный ([[χρηστήριον]] Eur.).
}}
}}